Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009

22 Διοσθύου στη Σπάρτη

Μια μικρή ιστορία της αρχαιότητας

Είναι χειμώνας και βρίσκομαι με τους φίλους μου εκατό στάδια έξω από τη Σπάρτη, μέσα σε μια δασική έκταση με πυκνή βλάστηση κυρίως από αγκαθωτούς θάμνους. Ο καιρός έχει επιδεινωθεί και πάει να χιονίσει.
Είμαστε ξιπόλητοι φορώντας ένα λεπτό χιτώνα που μας τον παρέδωσαν για όλο το χρόνο. Ήδη, εδώ και δύο μήνες, έχουμε μπει στη δεύτερη φάση της αγωγής μας και οι συνθήκες της ζωής μας έχουν επιδεινωθεί δραματικά. Είμαστε κουρασμένοι, ταλαιπωρημένοι, κρυώνουμε, πεινάμε και το περπάτημα είναι πολύ επώδυνο.
Τώρα μας φωνάζει ο νέος εκπαιδευτής μας, ο Χίλων:
-Λύσανδρε, Λαοκράτη, Δαμάγητε, ελάτε εδώ αμέσως!
Καταλαβαίνουμε ότι ήρθε η ώρα για το συσσίτιο. Το μοναδικό φαγητό είναι ο μέλανας ζωμός, χοιρινό που κολυμπάει σε μπόλικο αίμα. Το κρέας είναι καλό, το αίμα όμως φρικτό. Το πιάτο μας πάλι είναι σχεδόν άδειο, είναι μια κουτάλα περίπου. Για να φάμε πιο πολύ φαγητό πρέπει να το κλέψουμε. Έτσι έχουμε σχεδιάσει να πάμε σ’ ένα σπίτι ενός περίοικου αύριο. Δεν είναι καθόλου εύκολο αλλά είμαστε σίγουροι ότι θα τα καταφέρουμε. Η απόφαση για το ποιον θα κυνηγήσουν είναι δύσκολη αλλά βρίσκουμε λύση, θα πάει ο γρηγορότερος, ο Λύσανδρος δηλαδή. Τελικά ξημερώνει και ξεκινάμε για το σπίτι, ο Λύσανδρος μπροστά και εμείς από απόσταση. Αρχίζουμε να πλησιάζουμε. Τότε ο Λύσανδρος πηδάει από το φράχτη και αρχίζει να μαζεύει λαχανικά από τον κήπο του σπιτιού. Βγαίνει ο περίοικος και αρχίζει να τον κυνηγάει. Εγώ με τον Δαμάγητο μπαίνουμε στο σπίτι. Βλέπουμε ένα πλήρες πρωινό με ψωμί, γάλα, μέλι, ελιές ακόμα και τυρί. Αρπάζουμε ότι βλέπουμε και αρχίζουμε να τρέχουμε. Φτάνουμε σ’ ένα μέρος όπου συνεννοηθήκαμε να συναντηθούμε και περιμένουμε. Ανησυχούμε πολύ για το Λύσανδρο. Ξαφνικά μου λέει ο Δαμάγτος:
-Πάει Λαοκράτη χάθηκε και ο Λύσανδρος!
-Όχι Δαμάγητε μην το λες αυτό, είμαι σίγουρος πως θα τα καταφέρει , του λέω.
Τότε εμφανίζεται ο Λύσανδρος.
-Ευτυχώς, τη γλίτωσα!
Τότε του δείχνουμε με χαρά και ενθουσιασμό τα φαγητά και αρχίζουμε να τρώμε. Στη συνέχεια το ρίχνουμε στη συζήτηση.
Λέει ο Λύσανδρος :
Το ήξερα εξ αρχής πως θα τα καταφέρουμε αφού έχουμε εξασκηθεί αρκετά γι αυτό. Τότε με τις δύο ομάδες που η μία έκλεβε το ψωμί και οι άλλοι έτρεχαν να πιάσουν την άλλη ομάδα και να μαστιγώσουν όλα τα μέλη της.
Τώρα λέει ο Δαμάγητος:
-Εγώ θυμάμαι εκείνη την τραγική στιγμή που ο Λεωβώτας πήγε στη στάνη ενός Σπαρτιάτη να πιάσει ένα κατσικάκι αλλά από το φόβο του να μην τον πιάσουν το άφησε και την επόμενη μέρα είχε πεθάνει από την πείνα.
Λέω εγώ ανακουφισμένος:
-Εμένα η ζωή μου αρέσει έτσι όπως είναι, γιατί παραλίγο τη γλίτωσα από τον Καιάδα όταν γεννήθηκα, χάρη στη δυνατή φωνή μου. Παρ’ όλα αυτά μου λείπουν πολύ οι γονείς μου, ο πατέρας μου ο Ηγησικλής και η μητέρα μου η Λαοδάμια.
Ακόμα και η μεγάλη μου αδερφή η Δηιδάμεια, σωστή γυναίκα, που έβγαινε πάντα πρώτη στο ακόντιο. Επίσης θυμάμαι και το σπίτι μου, πανομοιότυπο με όλα τα υπόλοιπα. Ελπίζω σύντομα να γυρίσω πίσω, έστω και για λίγο, να τους ξαναδώ.
-Έχεις δίκαιο, αυτό είναι το πιο σημαντικό, λένε οι φίλοι μου.
-Όμως δεν είναι αυτός ο μόνος μας στόχος. Ο πιο βασικός είναι να γίνουμε σωστοί και δυνατοί «Όμοιοι», για να δοξάσουμε τη Σπάρτη.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις