Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2008

Το "Άστρο" της Βηθλεέμ

Στον Χριστιανισμό, η γέννηση, η δράση και ο θάνατος του Ιησού συνδέθηκαν με κάποια ασυνήθιστα φαινόμενα, τα οποία ερμηνεύθηκαν με διαφόρους τρόπους. Ένα από αυτά, το οποίο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον κάθε χρόνο την περίοδο των Χριστουγέννων, είναι το «άστρο» της Βηθλεέμ. Ένα φαινόμενο με το οποίο ασχολήθηκαν μεγάλες προσωπικότητες της Εκκλησίας, αλλά και μεγάλες προσωπικότητες του πνεύματος και της επιστήμης. Άλλοι θεώρησαν το εν λόγω φαινόμενο ως κάτι το υπερφυσικό, άλλοι ως κάτι το φυσικό και κάποιοι άλλοι ως συνδυασμό των δύο προαναφερθέντων. Τι ήταν όμως τελικά το φαινόμενο αυτό; Στο παρόν άρθρο μας θα παρουσιάσουμε τις κυριώτερες ερμηνείες, οι οποίες έχουν δοθεί κατά καιρούς για το περί ου ο λόγος φαινόμενο, το οποίο συνδέθηκε με την γέννηση του Μεσσία, αλλά και θα δώσουμε μία απάντηση στο ερώτημα τι ήταν τελικά αυτό, το οποίο λόγω της λαμπρότητάς του ονομάσθηκε άστρο.
Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΕΝΟΣ ΣΩΤΗΡΑ ΣΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟ ΚΟΣΜΟ
Εάν εξετάσουμε τις μυθολογικές παραδόσεις των περισσοτέρων λαών της γης, π.χ. Ελλήνων, Αιγυπτίων, Γαλατών, Περσών, Κινέζων, γηγενών Αμερικανών κ.ά , θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχει σε όλες αυτές μία προσδοκία για την έλευση μίας μεγάλης προσωπικότητας, η οποία άλλοτε είναι κάποιος Θεός, άλλοτε κάποιος άνθρωπος και άλλοτε ένας συνδυασμός των δύο προαναφερθέντων.
Ο Αισχύλος (525/4 – 456/5 π.Χ.) στην τριλογία του «Προμηθεύς δεσμώτης», «Προμηθεύς λυόμενος» και «Προμηθεύς πυρφόρος», παρουσιάζει όλες τις φάσεις του δράματος, το οποίο διέρχεται η ανθρωπότητα, στο πρόσωπο του Προμηθέα. Η λύτρωση του Προμηθέα από τα βάσανά του θα τελειώσει, όταν ένας απόγονος της παρθένου Ιούς θα γεννηθεί με υπερφυσικό τρόπο. Στο τέλος της τραγωδίας μάλιστα εμφανίζεται ο Θεός Ερμής, ο οποίος προλέγει στον Προμηθέα, ότι θα απελευθερωθεί μόνο όταν κάποιος από τους Θεούς τον αντικαταστήσει, πάρει πάνω του τα δικά του πάθη και κατέβει στα σκοτεινά Τάρταρα του Άδη. Επίσης πολύ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει, αυτό το οποίο είπε ο μέγιστος των φιλοσόφων Σωκράτης στην απολογία του, για τον ερχομό κάποιου σταλμένου από τον Θεό, ο οποίος θα φωτίσει την ανθρωπότητα.
Εκτός όμως από τους Έλληνες, και στους Ρωμαίους υπάρχει ανάλογη προσδοκία κάποιου σωτήρα. Ο ποιητής Βιργίλιος γράφει, χρησιμοποιώντας Ησιόδιους μυθολογικούς όρους, ότι θα σταλεί κάποιος από τον ουρανό, του οποίου η παρουσία θα δώσει τέλος στη σιδερένια γενεά και θα γίνει η απαρχή της χρυσής γενεάς για όλον τον κόσμο. Επίσης, οι περίφημοι Συβιλλικοί χρησμοί αναφέρονταν σε κάποιον αγνό βασιλιά, ο οποίος θα ηγεμονεύσει σε όλο τον κόσμο φέρνοντας ειρήνη και δικαιοσύνη, του οποίου μάλιστα η γέννηση θα σηματοδοτηθεί από κάποιο λαμπρό αστέρι. Οι χρησμοί αυτοί είχαν κάνει τον μεγαλύτερο των Ρωμαίων ρητόρων Κικέρωνα (106 – 43 π.Χ.), να αναρωτηθεί ποιος θα είναι αυτός ο σωτήρας βασιλιάς και πότε θα γεννηθεί. Ο Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος (55 – 120 μ.Χ.) και ο βιογράφος Σουητώνιος (69 – 125 μ.Χ.) γράφουν σχετικά με το θέμα μας, ότι υπήρχε μία έντονη αναμονή και πίστη στην έλευση ενός σπουδαίου προσώπου, το οποίο θα λύτρωνε τους ανθρώπους από το κακό φέρνοντας ειρήνη και δικαιοσύνη. Παρόμοιες αντιλήψεις υπάρχουν διάσπαρτες σε μυθολογικές, χρησμολογικές κ.ά παραδόσεις άλλων λαών, όπως προαναφέραμε, των οποίων το νόημα είναι σχεδόν το ίδιο με των προαναφερθεισών.

Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΚΑΙ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
Στην κανονική παλαιοδιαθηκική γραμματεία, ήδη από το πρώτο βιβλίο της, το βιβλίο της «Γενέσεως», προαναγγέλλεται (Γέν. 49:10) ο ερχομός αυτού που θα είναι η προσδοκία των εθνών:« Δεν θα λείψη άρχων από την φυλήν Ιούδα και αρχηγός από τους απογόνους του, μέχρις ότου έλθη εκείνος, εις τα χέρια του οποίου απόκεινται αι εξουσίαι. Αυτός θα είναι η ελπίς και η προσμονή των λαών, ο Μεσσίας». Εκτός όμως, από διάσπαρτες αναφορές στην έλευση του Μεσσία και του έργου του στα ιστορικά και ποιητικά – διδακτικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, στα προφητικά βιβλία φανερώνονται σχεδόν τα πάντα για τη γέννηση, την δράση και το θάνατό του. Ο προφήτης Μιχαίας, ο οποίος έδρασε τον όγδοο αιώνα (722 – 701 π.Χ.) στο νότιο βασίλειο και ήταν σύγχρονος των μεγάλων προφητών Ωσηέ, Αμώς και Ησαΐα, μιλάει με έμφαση για τη μελλοντική σωτηρία, ως αποτέλεσμα του ερχομού του Μεσσία. Κάνει λόγο μάλιστα, για τον τόπο προέλευσης του Μεσσία και την πόλη που θα γεννηθεί, τη Βηθλεέμ (Μιχ. 5:1 - 3). Ο προφήτης Ησαΐας, ο οποίος έδρασε μεταξύ του 736 και 700 π.Χ., προλέγει ότι ο Μεσσίας θα είναι Δαυΐδης (Ησ. 11:1), θα γεννηθεί από παρθένο (Ησ. 7:14), θα έχει όλα τα χαρίσματα (Ησ. 11:2 - 5), θα είναι το φως (Ησ. 9:1) και η ελπίδα του κόσμου και τέλος θα οδεύσει σ’ ένα εκούσιο πάθος για την σωτηρία του ανθρώπου (Ησ. 53:4 - 7). Ο προφήτης Ζαχαρίας, ο οποίος έδρασε μεταξύ του 520 και 518 π.Χ., προφητεύει την θριαμβευτική είσοδο του Μεσσία στην Ιερουσαλήμ (Ζαχ. 9:9) και την προδοσία του (11:12).
Η πίστη αυτή στον ερχομό ενός λυτρωτή του ανθρωπίνου γένους, του «Μεσσία», ο οποίος είναι η «προσδοκία των εθνών», υιοθετήθηκε κατόπιν από την Χριστιανική Εκκλησία και αναπτύχθηκε από τη Θεολογία. Το πρόσωπο, στο οποίο επαληθεύονται όλες οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης περί Μεσσία, είναι ο Ιησούς, του οποίου η γέννηση, η δράση, ο θάνατος και η ανάσταση περιγράφονται στην Καινή Διαθήκη. Αυτό όμως, που θα μας απασχολήσει στο άρθρο μας αυτό, όπως έχουμε προαναφέρει, είναι ένα φυσικό ή μεταφυσικό φαινόμενο, το οποίο συνδέεται άμεσα με τη γέννηση του Μεσσία και μας διασώζει ο μαθητής του Ιησού Ματθαίος στο δεύτερο κεφάλαιο του ευαγγελίου του, στο οποίο γράφει: 1 Όταν γεννήθηκε ο Ιησούς στην Βηθλεέμ της Ιουδαίας, στα χρόνια του βασιλιά Ηρώδη, έφθασαν στα Ιεροσόλυμα σοφοί μάγοι από την Ανατολή και ρωτούσαν: 2 «Πού είναι ο νεογέννητος βασιλιάς των Ιουδαίων; Είδαμε ν’ ανατέλλει το άστρο του και ήρθαμε να τον προσκυνήσουμε». 3 Όταν έμαθε το νέο ο Ηρώδης, ταράχθηκε, και μαζί του όλοι οι κάτοικοι των Ιεροσολύμων. 4 Φώναξε λοιπόν όλους τους αρχιερείς και τους γραμματείς του λαού, και ζήτησε να τον πληροφορήσουν πού θα γεννηθεί ο Μεσσίας. 5 Κι αυτοί του είπαν: «Στην Βηθλεέμ της Ιουδαίας, γιατί έτσι γράφει ο προφήτης: 6 Κι εσύ Βηθλεέμ, στην περιοχή του Ιούδα, δεν είσαι διόλου ασήμαντη ανάμεσα στις σπουδαιότερες πόλεις του Ιούδα, γιατί από σένα θα βγει αρχηγός, που θα οδηγήσει τον λαό μου, τον Ισραήλ». 7 Ο Ηρώδης τότε κάλεσε κρυφά τους μάγους κι έμαθε απ’ αυτούς από πότε ακριβώς φάνηκε το άστρο. 8. Έπειτα τους έστειλε στην Βηθλεέμ λέγοντάς τους: «Πηγαίνετε και ψάξτε καλά για το παιδί· μόλις το βρείτε, να με ειδοποιήσετε, για να έρθω κι εγώ να το προσκυνήσω». 9 Οι μάγοι άκουσαν τον βασιλιά κι έφυγαν. Μόλις ξεκίνησαν, ξαναφάνηκε το άστρο που είχαν δει ν’ ανατέλλει με την γέννηση του παιδιού, και προχωρούσε μπροστά τους· τελικά ήρθε και στάθηκε πάνω από τον τόπο όπου βρισκόταν το παιδί. 10 Χάρηκαν πάρα πολύ που είδαν ξανά το αστέρι. 11 Όταν μπήκαν στο σπίτι, είδαν το παιδί με την Μαρία, την μητέρα του, κι έπεσαν στην γη και το προσκύνησαν. Ύστερα άνοιξαν τους θησαυρούς τους και του πρόσφεραν δώρα: χρυσάφι, λιβάνι και σμύρνα. 12 Ο Θεός όμως τους πρόσταξε στο όνειρό τους να μην ξαναγυρίσουν στον Ηρώδη· γι’ αυτό έφυγαν για την πατρίδα τους από άλλο δρόμο. Εκτός όμως, από τη διήγηση του αποστόλου Ματθαίου, και ο Λουκάς, μαθητής, συνοδός του αποστόλου των Εθνών Παύλου και συγγραφέας του βιβλίου των «Πράξεων των Αποστόλων», αναφέρεται στο δεύτερο κεφάλαιο του ευαγγελίου του στη γέννηση του Ιησού διασώζοντας κάποιες πληροφορίες γι’ αυτήν, οι οποίες είναι χρήσιμες για την παρούσα μελέτη μας: 7 και γέννησε τον υιό της τον πρωτότοκο. Τον σπαργάνωσε και τον ξάπλωσε σ’ ένα παχνί, γιατί δεν βρήκαν μέρος στο πανδοχείο. 8 Στην περιοχή εκείνη ευρίσκοντο βοσκοί, οι οποίοι έμεναν στην ύπαιθρο και φύλαγαν βάρδιες την νύκτα για το κοπάδι τους. 9 Σ’ αυτούς παρουσιάστηκε ένας άγγελος Κυρίου και τους περιέβαλε θεϊκή λαμπρότητα. Εκείνοι κατατρόμαξαν. 10 Αλλά ο άγγελος τους είπε: «Μην τρομάζετε! Σας φέρνω ένα χαρμόσυνο άγγελμα, το οποίο θα γεμίσει με χαρά μεγάλη όλο τον κόσμο: 11 Σήμερα, στην πόλη του Δαυΐδ γεννήθηκε για χάρη σας σωτήρας – κι αυτός είναι ο Χριστός, ο Κύριος. 12 Και τούτο είναι το σημάδι για να τον αναγνωρίσετε: Θα βρείτε ένα βρέφος σπαργανωμένο και ξαπλωμένο μέσα σ’ ένα παχνί». ... 16 Τρέχοντας ήρθαν και βρήκαν την Μαριάμ και τον Ιωσήφ, και το βρέφος ξαπλωμένο στο παχνί. ΟΙ ΜΑΓΟΙ Εκτός από τα γνωστά σε όλους μας πρόσωπα, τα οποία αναφέρονται στο απόσπασμα από τον Ματθαίο και τον Λουκά, δηλαδή του Θείου βρέφους, της μητέρας του Μαριάμ, του πατριού του Ιωσήφ και των ποιμένων, αναφέρονται και κάποια άλλα πρόσωπα, απροσδιορίστου αριθμού, τα οποία ονομάζονται από τον ευαγγελιστή Ματθαίο «Μάγοι».
Στα αρχαία Περσικά, οι «Μομπάντ», δηλαδή οι Μάγοι, ήταν τα πρόσωπα εκείνα, τα οποία αποτελούσαν την τάξη των ιερέων του Θεού Άχουρα Μάζδα. Προέρχονταν αποκλειστικά, όπως μας πληροφορεί ο πατέρας της ιστορίας Ηρόδοτος, από μία εκ των έξι φυλών της Μηδίας. Τελούσαν θυσίες ζώων, εξέθεταν τις σορούς των νεκρών ως βορά των όρνεων στους πύργους της σιωπής, άναβαν τις ιερές φωτιές και συμβούλευαν τους βασιλείς ερμηνεύοντας τα όνειρά τους. Εκτός όμως, από την ιερατική τους ιδιότητα, ήταν παράλληλα και αστρολόγοι – αστρονόμοι, δηλαδή θεματοφύλακες των επιστημονικών γνώσεων της εποχής τους, τις οποίες μετέδιδαν από γενιά σε γενιά. Από την Μηδία προήλθε και η ισχυρή ιερατική τάξη των Μάγων στην αρχαία Περσία, η οποία ασκούσε μεγάλη πολιτική επιρροή. Από τον 7ο αιώνα π.Χ., με την σταδιακή εξάπλωση του Ζωροαστρισμού, πολλοί από τους Μάγους – ιερείς, οι οποίοι δραστηριοποιούντο ανάμεσα στους Πέρσες και τους Μήδους, προσχώρησαν στη νέα Θρησκεία του Ζωροαστρισμού, οπότε ο όρος Μάγος άρχισε να χρησιμοποιείται και με προσβλητική σημασία. Στους στίχους (Γκάθα) της Αβέστα, του ιερού κειμένου του Ζωροαστρισμού, αναφέρεται η λέξη «Μαγαβάν» και οι λέξεις «Μόγου» και «Μάγου», ως επίθετα της λέξης «Μάγα», η οποία σημαίνει δώρο. Επειδή η διδασκαλία του Ζωροάστρη εθεωρείτο ως «Μάγα», δηλαδή θεϊκό δώρο, Μάγος ονομάζετο αυτός που κατείχε τη θεϊκή αυτή διδασκαλία.
Οι Μάγοι λοιπόν, οι οποίοι προσκύνησαν τον Ιησού, ήταν ιερείς – σοφοί, οι οποίοι θα μπορούσαν να ήταν Μήδοι, Πέρσες, Άραβες, Χαλδαίοι, Βαβυλώνιοι, Αρμένιοι, Πάρθοι, Αφγανοί ή να ανήκαν σε οποιοδήποτε άλλο αρχαίο Ανατολικό λαό. Αν και στην Καινή Διαθήκη δεν αναφέρεται πουθενά η καταγωγή τους, τα ονόματά τους και ο αριθμός τους, στην Χριστιανική παράδοση τελικά επικράτησε η άποψη ότι ήταν τρείς Πέρσες και τα ονόματά τους ήταν Γάσπαρ, Μελχιώρ και Βαλτάσαρ. Όσον αφορά στον αριθμό, πρώτος ο Ωριγένης (185 – 254 μ.Χ.) υπέθεσε ότι οι Μάγοι ήταν τρεις από τον αριθμό των δώρων, τα οποία προσέφεραν στο Μεσσία, όπως επίσης ο πάπας Λέων ο Α' ο Μέγας (; – 461 μ.Χ.), αλλά και όλοι πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς, οι οποίοι ασχολήθησαν με το ζήτημα αυτό. Όσον αφορά στην καταγωγή τους, ο ευαγγελιστής Ματθαίος μας λέει αόριστα, ότι ήλθαν από την Ανατολή, «μάγοι από ανατολών», δηλαδή από κάποια χώρα ανατολικά του Ιορδάνη ποταμού. Πρώτος ασχολήθηκε με το πρόβλημα αυτό ο μάρτυς, απολογητής και φιλόσοφος Ιουστίνος (100; - 165 μ.Χ.), ο οποίος στο απολογητικό του έργο «Διάλογος προς Ιουδαίον Τρύφωνα» υπεστήριξε, ότι οι Μάγοι ήταν Άραβες. Την άποψη αυτή υπεστήριξαν και ο Τερτυλιανός, στo «Κατά Μαρκίωνος» αντιαιρετικό του έργο και ο Ιερώνυμος (340 – 460 μ.Χ.), ο οποίος έγραψε ότι οι Μάγοι ήταν Ναβαταίοι από την Πετραία Αραβία. Ο Ωριγένης πίστευε ότι ήταν Αιγύπτιοι, όπως και ο Μέγας Αθανάσιος (295 - 373 μ.Χ.). Τελικά επικράτησε η άποψη, την οποία υπεστήριξε πρώτος ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (337/345 μ.Χ.), ότι δηλαδή οι Μάγοι κατάγονταν από την Περσία.
Ο απόστολος Ματθαίος δε διασώζει ούτε τα ονόματά τους, τα οποία για πρώτη φορά αναφέρονται από τον επιφανή Άγγλο εκκλησιαστικό συγγραφέα του 8ου αιώνα μ.Χ., Βέδα (672 – 735 μ.Χ.) και είναι Γκαθεσπά, Μελχιώρ και Βιθισαρεά. Επίσης, την ίδια περίπου εποχή, ο ιστορικός Άγγελος της Ραβέννας τους ονομάζει: Γκεθασπώ (Γάσπαρ), Μελχιώρ και Βιθισαρεά (Βαλτάσαρ). Ο επιφανής Έλληνας αστρονόμος Κωνσταντίνος Χασάπης, στην πρωτότυπη μελέτη του «Ο αστήρ της Βηθλεέμ» γράφει, ότι οι δύο προαναφερθέντες συγγραφείς ήντλησαν τις πληροφορίες τους για τα ονόματα των Μάγων από ένα μωσαϊκό του βορείου μεσαίου τοίχου του ναού του αγίου Απολλιναρίου, του ναού της Ραβέννας (560 μ.Χ.), δημιούργημα ενός ανωνύμου Βυζαντινού αγιογράφου, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα είχε υπ’ όψιν του κάποια παράδοση σχετική με τους Μάγους, η οποία προϊόντος του χρόνου, επεκράτησε σε ολόκληρη την Χριστιανοσύνη δια μέσου των λειτουργικών κειμένων και της αγιογραφίας. Εκτός όμως, από την ιδιότητα, τον αριθμό, την καταγωγή και τα ονόματα των Μάγων, το άστρο της Βηθλεέμ είναι εκείνο, το οποίο απασχόλησε όχι μόνο τους πατέρες της Εκκλησίας, τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και τους συγχρόνους θεολόγους, αλλά και πολλούς επιφανείς αστρονόμους. Θα ξεκινήσουμε πρώτα με την παρουσίαση των επιστημονικών ερμηνειών, οι οποίες ποικίλουν και παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Οι εν λόγω ερμηνείες στη διεθνή βιβλιογραφία βασικά είναι τέσσερεις: κομήτης, καινοφανής ή υπερκαινοφανής αστέρας, διπλή ή τριπλή σύνοδος κάποιων πλανητών του ηλιακού μας συστήματος, η σύνοδος των επτά τότε γνωστών πλανητών του ηλιακού μας συστήματος και κάποιες άλλες λιγότερο πιθανές.



ΚΟΜΗΤΗΣ
Ο αστρονόμος Α. Στέντζελ υπεστήριξε σε μία μελέτη του, η οποία εξεδόθη το έτος 1913, ότι το «άστρο» της Βηθλεέμ ήταν ένας κομήτης. Οδηγήθηκε στο συμπέρασμα αυτό επηρρεασμένος μάλλον από την εμφάνιση του κομήτη του Χάλλεϋ το έτος 1910 και τον πανικό, τον οποίο δημιούργησε στην ανθρωπότητα περί επικειμένης καταστροφής της. Μετά τον Στέντζελ, ο Αμερικανός αστρονόμος Ρ. Σ. Ρίτσαρσον και ο Άγγλος αστρονόμος Κ. Χάμφρεϊς οδηγήθηκαν στο ίδιο συμπέρασμα. Ο πρώτος βασίσθηκε σε αστρονομικές παρατηρήσεις και ο δεύτερος σε μία καταγραφή ενός κομήτη το έτος 5 μ.Χ., από κινέζους αστρονόμους, οι οποίοι ήταν ανώτατοι κρατικοί υπάλληλοι και κατέγραφαν και ανέφεραν στον αυτοκράτορα οποιοδήποτε αξιοπερίεργο φαινόμενο εμφανιζόταν στο ουράνιο στερέωμα.
Παρόλα αυτά, που έχουν αναφερθεί κομήτες, οι οποίοι ήταν ορατοί την ημέρα, π.χ. το 1843, το 1861 και το 1882, ξεπερνώντας ακόμη και την λαμπρότητα της Αφροδίτης, η προαναφερθείσα άποψη έχει αρκετά τρωτά σημεία. Η εμφάνιση ενός κομήτη στον αρχαίο κόσμο δεν εθεωρείτο εν γένει προάγγελος καλού, αλλά κακού, πράγμα το οποίο σίγουρα γνώριζαν οι Μάγοι. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη διαταγή του Ηρώδη να θανατωθούν όλα τα βρέφη έως δύο ετών, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το ταξίδι των Μάγων από την χώρα τους στην Παλαιστίνη διήρκεσε τουλάχιστον ένα έτος, γεγονός το οποίο αποκλείει την άποψη, ότι πρόκειται για τον καταγραφέντα από τους Κινέζους αστρονόμους κομήτη, ο οποίος ήταν ορατός συνεχώς επί εβδομήντα ημέρες. Όχι μόνον δεν υπάρχει καμμία ιστορική αναφορά ή αστρονομική παρατήρηση για την εμφάνιση ενός κομήτη την εποχή της γεννήσεως του Ιησού, αλλά ούτε κάποιος σοφός από την εξελληνισμένη Αυλή του Βασιλιά Ηρώδη φαίνεται να είχε παρατηρήσει κάτι τέτοιο. Επίσης, οι κομήτες δεν εμφανίζονται, εξαφανίζονται και μετά πάλι εμφανίζονται, όπως συνέβη στην υπό εξέταση περίπτωση. Τέλος, σύμφωνα πάντα με τον ευαγγελιστή Ματθαίο, το «άστρο» της Βηθλεέμ στάθηκε πάνω από τον τόπο όπου βρισκόταν το παιδί, πράγμα το οποίο δεν κάνουν οι κομήτες.
ΔΙΑΤΤΩΝ ΑΣΤΕΡΑΣ – ΜΕΤΕΩΡΙΤΗΣ - ΒΟΛΙΔΑ
Στην αρχαιότητα, έχουν καταγραφεί πολλές περιπτώσεις ουρανίων σωμάτων, τα οποία έπεσαν στη γη. Κλασσικές περιπτώσεις είναι ο αερόλιθος, οποίος είχε πέσει παρά τους Αιγός ποταμούς και ετιμάτο μέχρι τα χρόνια του Πλουτάρχου, ο ιερός μαύρος αερόλιθος της μητέρας των Θεών Κυβέλης, οποίος μεταφέρθηκε από την Πεσινούντα στην Ρώμη, κατά την διάρκεια των Καρχηδονιακών πολέμων και ο γνωστότερος ίσως, μαύρος βράχος στην ιερή πόλη των Μουσουλμάνων Μέκκα, ο οποίος αποτελεί τόπο ιερού προσκυνήματος για όλους τους πιστούς του Ισλάμ.
Οι προαναφερθέντες ουράνιοι λίθοι είναι γνωστοί στους αστρονόμους και είναι πετρώδη ή μεταλλικά μικρά σώματα, τα οποία περιφέρονται του Ηλίου και ονομάζονται μετέωρα. Αυτά ονομάζονται διάττοντες αστέρες και εισερχόμενα στην ατμόσφαιρα της γης, λιώνουν, εξατμίζονται και παρουσιάζουν μία φωτεινή «ουρά» στον ουρανό. Εάν οι διαστάσεις τους είναι μεγάλες τότε ονομάζονται βολίδες, οι οποίες εμφανίζονται σπάνια, εν αντιθέσει με τους διάττοντες που αποτελούν συνηθισμένο φαινόμενο, και είναι πολύ λαμπρότερες από τους διάττοντες. Το υλικό των βολίδων, το οποίο πέφτει στη γη ονομάζεται μετεωρίτης ή αερόλιθος.
Μετά από τα προαναφερθέντα, φαίνεται απίθανο να ήταν οδηγός των Μάγων ένας διάττων αστέρας κι αυτό, διότι το φως, το οποίο εκπέμπουν τόσο οι διάττοντες, όσο και οι βολίδες, διαρκεί λίγα δευτερόλεπτα, ενώ το φως του άστρου της Βηθλεέμ διήρκεσε τουλάχιστον ένα έτος. Ούτε μετεωρίτης θα μπορούσε να ήταν, διότι στο ευαγγελικό απόσπασμα αναφέρεται ότι ο αστέρας αυτός, προκειμένου να δείξει στους Μάγους την ακριβή θέση του βρέφους Ιησού, πήγε και στάθηκε πάνω από τον τόπο όπου βρισκόταν αυτό, γεγονός το οποίο θα είχε καταστροφικές συνέπειες, εκτός κι αν υποθέσουμε ότι έπεσε κάπου κοντά στην Βηθλεέμ, κάτι το οποίο όμως έρχεται σε αντίθεση με την ευαγγελική διήγηση.
ΚΑΙΝΟΦΑΝΗΣ Η ΥΠΕΡΚΑΙΝΟΦΑΝΗΣ ΑΣΤΕΡΑΣ
Οι καινοφανείς (Νόβα) και υπερκαινοφανείς (Σούπερ Νόβα) αστέρες ανήκουν σε μία κατηγορία αστεριών, των οποίων το μέγεθος και η λαμπρότητα μεταβάλλεται απότομα. Συνήθως είναι αόρατοι με μικρά τηλεσκόπια. Λάμπουν ξαφνικά σε ένα σημείο του ουρανού και μετά, με γρήγορο ρυθμό χάνουν την λαμπρότητά τους. Η διαφορά μεταξύ των καινοφανών και υπερκαινοφανών αστέρων είναι ότι στους δεύτερους, η προαναφερθείσα διαδικασία είναι πολύ πιο ταχεία και έντονη. Μερικά από τα καταγεγραμμένα παραδείγματα καινοφανών αστέρων είναι: ο αστέρας του Έλληνα αστρονόμου και γεωγράφου Ιππάρχου (160; – 127; π.Χ.) το έτος 134 π.Χ., ο καινοφανής του Περσέως το έτος 1901, ο καινοφανής του Αετού το έτος 1918, ο καινοφανής του Ηρακλέους το έτος 1934 κ.ά
Εκτός όμως, από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις, υπάρχει μία αναφορά στα χρονικά της Σινίκης, ενός καινοφανούς αστέρα στο ζωδιακό αστερισμό του Αιγόκερω, η οποία έχει καταγραφεί από Κινέζους αστρολόγους, το 5 π.Χ. και ήταν ορατός συνεχώς επί εβδομήντα ημέρες, εκ των οποίων τις είκοσι τρεις ήταν ορατός και κατά τη διάρκεια της ημέρας. Εξ αφορμής αυτής της παρατήρησης υποστηρίχθηκε από τους αστρονόμους, Βάλτερ Μάουντερ (1851 - 1928) τον προηγούμενο αιώνα, Στ. Πλακίδη στη μελέτη του «Το άστρον της Βηθλεέμ» το έτος 1952, Τζ. Μιούλλεινεϋ το έτος 1976 και Ντ. Κλαρκ, Φ. Στέφενσον και Τζ. Πάρκινσον το έτος 1977, ότι το «άστρο» της Βηθλεέμ ήταν ένας καινοφανής αστέρας. Επίσης, οι τελευταίοι τρεις Άγγλοι αστρονόμοι θεωρούν, ότι η ερμηνεία τους ενισχύεται από μία παρόμοια καταγραφή στα Κορεατικά Χρονικά «Ιστορία των τριών βασιλέων – Χρονικό της Σίλα» του 4 π.Χ. και μία επιγραφή σε ένα Ινδιάνικο ταφικό ανάθημα στο Νέο Μεξικό.
Η ως άνω θεωρία, η οποία θεωρήθηκε ως πιθανή ερμηνεία του «άστρου» της Βηθλεέμ και από τον καθηγητή Δημήτριο Κωτσάκη στο έργο του «Το άστρον της Βηθλεέμ και η επιστήμη» το έτος 1984, παρουσιάζει αρκετά προβλήματα, όπως: ο καινοφανής των κινέζων αστρολόγων ήταν ορατός μόνο για εβδομήντα ημέρες, ενώ το ταξείδι των Μάγων διήρκεσε τουλάχιστον έναν χρόνο, άρα δεν πρόκειται περί του άστρου που τους οδήγησε στο Μεσσία. Ο εν λόγω καινοφανής αστέρας αναφέρεται μόνο στα χρονικά της Σινίκης, γεγονός το οποίο γεννά εύλογα σοβαρές επιφυλάξεις για την ακρίβεια της ως άνω αστρολογικής παρατήρησης, διότι η έκρηξη ενός καινοφανούς αστέρος θα γινόταν αντιληπτή και από άλλους αστρολόγους της εποχής εκείνης, π.χ. Βαβυλωνίους, Πέρσες, Αιγυπτίους, Έλληνες και όχι μόνο από Κινέζους. Ακόμη και ο καθηγητής Σ. Πλακίδης, υποστηρικτής της ως άνω ερμηνείας για το άστρο της Βηθλεέμ, ο οποίος έγραψε στη μελέτη του «Το άστρον της Βηθλεέμ»: «Εάν παραδεχθώμεν ότι ο αστήρ της Βηθλεέμ ήτο όντως τοιούτος τις αστήρ, η εξαφάνισις και η εκ νέου εμφάνισις αυτού θα ηδύνατο ίσως να εξηγηθή ως εξής: Όταν ο αστήρ ενεφανίσθη το πρώτον, ήτο εξαιρετικώς λαμπρός εις βαθμόν ώστε να προκαλέση άμεσον την προσοχήν και μέγαν ενθουσιασμόν των Μάγων. Βραδύτερον ήρχισε, όπως συμβαίνει εις τους καινοφανείς αστέρας, να ελαττούται κάπως κατά την λαμπρότητα, έως ότου εβυθίσθη, εις τας ηλιακάς ακτίνας και ως εκ τούτου κατέστη αόρατος, μέχρις ου πάλιν, αναδυθείς εκ των ηλιακών ακτίνων ανεγνωρίσθη υπό των Μάγων. Αλλά και αν δεχθώμεν, ως ο ιερός Χρυσόστομος, ότι ο αστήρ των Μάγων ήτο ορατός εν καιρώ ημέρας και ότι «... τους καθοδηγούσε με την λάμψη του μέχρι την Παλαιστίνη και όταν οι Μάγοι εισήλθαν στην πόλη των Ιεροσολύμων, τότε σταμάτησε να λάμπει. Όταν οι Μάγοι, μετά την συνάντησή τους με τον Ηρώδη και την συζήτησή τους για τον λόγο διά το οποίον είχαν έλθει, ξεκίνησαν να φύγουν, ο αστέρας ξαναφάνηκε...», το γεγονός της τοιαύτης εξαφανίσεως ουδόλως αντίκειται προς τα χαρακτηριστικά των καινοφανών αστέρων, διότι υπάρχουν τοιούτοι περιοδικώς αναλάμποντες. Τοιούτον παράδειγμα αποτελεί ο νέος Οφιούχου 1901. Συνεπώς, η εξήγησις του αστέρος των Μάγων διά της εμφανίσεως καινοφανούς αστέρος, δύναται να συμφωνήση προς τα χρονικά όρια, τα οποία παρέχονται υπό των πηγών εν σχέσει προς την επίσκεψιν των Μάγων και την σφαγήν των νηπίων εν Βηθλεέμ», παραδέχεται ότι «παραμένει ανεξήγητη οιαδήποτε και αν είναι η φυσική ερμηνεία του ευαγγελικού χωρίου, ην θέλομεν παραδεχθή, η υπό του αστέρος υπόδειξις της ταπεινής στέγης, υπό την οποίαν ετέχθη εν υποδειγματική συγκαταβάσει ο Κύριος».
Μήπως όμως, το «άστρο» της Βηθλεέμ δεν ήταν ένας καινοφανής, αλλά ένας υπερκαινοφανής αστέρας; Τέτοιες περιπτώσεις έχουν καταγραφεί κατά το παρελθόν, πχ. το έτος 1054 μ.Χ. όταν ένας αστρικός γίγαντας εξερράγη και έγινε υπερκαινοφανής αστέρας, το έτος 1230 μ.Χ. που ήταν ορατός με γυμνό μάτι για τρεις συνεχείς μήνες, το έτος 1987 στο γαλαξία LMC κ.ά Ούτε όμως η ερμηνεία αυτή μπορεί να σταθεί κι αυτό διότι, όπως γράφουν οι καθηγητές αστροφυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Σ. Θεοδοσίου και Μ. Δανέζης, «Από αστρονομική άποψη ένας υπερκαινοφανής θα ήταν το τέλειο άστρο της Βηθλεέμ, αφού βέβαια σχετιζόταν με την εμφάνιση ενός «πραγματικά» νέου άστρου για τις συνθήκες παρατήρησης της εποχής. Μία τέτοια κοσμική καταστροφή είναι πάρα πολύ θεαματική και έτσι εύκολα αντιληπτή για τους ειδικούς αστρονόμους. Ένας πραγματικά λαμπρός αστέρας ορατός ακόμη και με το φως της μέρας, θα ήταν η καλύτερη εξήγηση για την φύση του άστρου της Βηθλεέμ. Σήμερα γνωρίζουμε ότι τα υπολείμματα του υπερκαινοφανούς παραμένουν στον χώρο έκρηξης σαν νεφέλωμα για εκατοντάδες χρόνια. Γι’ αυτόν τον λόγο οι αστρονόμοι μπορούν ν’ ανατρέξουν στο παρελθόν και να υπολογίσουν τον χρόνο της αρχικής έκρηξης. Δυστυχώς όμως τίποτε δεν φθάνει ως την εποχή της γέννησης του Χριστού. Δηλαδή, κατά την περίοδο της γέννησης και τις επίγειας δράσης του Σωτήρα Χριστού, δεν υπάρχει κάποια ιστορική ή αστρονομική μαρτυρία εμφάνισης ενός υπερκαινοφανούς αστέρα».


ΔΙΠΛΗ Η ΤΡΙΠΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΠΛΑΝΗΤΩΝ
Οι πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος έχουν δύο ειδών τροχιές: τις πραγματικές και τις φαινόμενες ή φαινομενικές. Οι πρώτες πραγματοποιούνται πέριξ του πλανήτη Ήλιου, είναι ελλειπτικές και γίνονται σύμφωνα με τους τρεις νόμους του Κέπλερ και το νόμο της παγκόσμιας έλξης του Νεύτωνα. Εκτός όμως, από τις πραγματικές τους κινήσεις, οι πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος φαίνονται από την Γη να διαγράφουν διαφορετικές τροχιές μεταξύ των απλανών αστέρων, οι οποίες ονομάζονται φαινομενικές και είναι περιοδικές, δηλαδή επαναλαμβάνονται συνήθως ανά μεγάλα χρονικά διαστήματα. Αυτή τους η ιδιότητα δίδει τη δυνατότητα στους αστρονόμους, αρχικά μέσω χειρόγραφων πολύπλοκων υπολογισμών και κατόπιν, στη σύγχρονη εποχή, μέσω ειδικών προγραμμάτων εγκατεστημένων σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, να μπορούν να υπολογίσουν με ακρίβεια τις κινήσεις τους, άρα και τις θέσεις τους, είτε στο παρελθόν είτε στο μέλλον. Κάποιες φορές, φαίνεται από τη Γη, ότι κατά τις εν λόγω κινήσεις τους οι πλανήτες προσεγγίζουν ο ένας τον άλλο, δηλαδή δύο, τρεις ή περισσότεροι πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος φαίνεται όχι μόνο να πλησιάζουν ο ένας τον άλλο, αλλά να έρχονται σ’ επαφή μεταξύ τους, πράγμα το οποίο βεβαίως ουδέποτε συμβαίνει· όταν «συμμβαίνει» το φαινόμενο αυτό, τότε λέμε ότι έχουμε σύνοδο, δηλαδή συνάντηση πλανητών. Ο Αμερικανός αστρονόμος Ρ. Σίννοτ, βασιζόμενος στους προγενεστέρους του Αμερικανούς αστρονόμους Τζ. Στόκγουελ (1892) και Τζ. Σουΐφτ (1893) και αφού μελέτησε τις πλανητικές συνόδους, οι οποίες συνέβησαν από το 12 π.Χ. έως 6 π.Χ., υπέστηριξε το έτος 1968, ότι το έτος 3 π.Χ. και 2 π.Χ συνέβησαν δύο σύνοδοι, των πλανητών Αφροδίτης και Δία αντίστοιχα και πιθανώς να σχετίζονται με το άστρο της Βηθλεέμ. Αν υποθέσουμε, ότι ο Ηρώδης δεν πέθανε το 4 π.Χ., όπως οι περισσότεροι ιστορικοί υποστηρίζουν, η υπόθεση αυτή δεν ευσταθεί, διότι οι προαναφερθείσες σύνοδοι διήρκεσαν μικρό χρονικό διάστημα. Η υπόθεση ότι το «άστρο» της Βηθλεέμ σχετίζεται με την τριπλή σύνοδο Δία και Κρόνου υποστήριχθηκε από αρκετούς αστρονόμους. Την άποψη αυτή υπεστήριξαν ο Ρ. Νιούτον το έτος 1972, ο Ι. Έλλιοτ το έτος 1978 και ο αστρονόμος Ρ. Μπίντερ το έτος 1996, ο οποίος υπολόγισε μέσω ενός ειδικού λογισμικού σ’ ένα ηλεκτρονικό υπολογιστή, ότι στις τρεις Δεκεμβρίου του έτους 7 π.Χ. συνέβη η εν λόγω τριπλή σύνοδος. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από την ανακάλυψη αστρονομικών αρχείων το έτος 1925 στην αρχαία πόλη Σαϊπάρ, στα οποία είναι καταγεγραμμένο το εν λόγω αστρονομικό φαινόμενο το έτος 7 π.Χ. Τη θεωρία αυτή απέρριψε ο Στ. Πλακίδης γράφοντας στην προαναφερθείσα μελέτη του: «και αν δεχθώμεν ότι όντως η προξενήσασα εις τους Μάγους εξαιρετικήν εντύπωσιν σύνοδος των πλανητών είναι μία από τας περισωθείσας εις πηγάς και ειδικώς η κατά το 7 π.Χ., εν τούτοις εις ουδεμίαν των πηγών τούτων εξαίρεται η σύνοδος αύτη ως ιδιαζούσης σπουδαιότητος φαινόμενο, ούτε συνυφαίνεται μετ’ αντιστοίχων βαρυσημάντων βάσει αστρολογικών προβλημάτων και συμπερασμάτων γεγονότων, αλλ’ απλώς σημειούται ως τρεχούσης φύσεως και αξιοσημείωτον μεν, ουχί όμως και καταπληκτικόν φαινόμενον, οποίον φαίνεται κατά τον ευαγγελιστή Ματθαίον να το εχαρακτήρισαν οι Μάγοι». Πέραν τούτου, η θεωρία περί πλανητικής συνόδου προσκρούει στην ευαγγελική διήγηση, στην οποία αναφέρεται καθαρά η εμφάνιση ενός «άστρου» και όχι δύο ή τριών αστέρων. Τέλος, δεν εξηγείται πώς το άστρο οδήγησε τους Μάγους στη Βηθλεέμ και πώς υπέδειξε πού ακριβώς ευρίσκετο ο Μεσσίας. Τα τρία αυτά ερωτήματα μένουν αναπάντητα. Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ Ι. ΚΕΠΛΕΡ Ο μεγάλος Γερμανός αστρονόμος Ι. Κέπλερ υπελόγισε, ότι το έτος 1604 θα ελάμβανε χώρα ένα σπάνιο αστρονομικό φαινόμενο. Τους πλανήτες Δία και Κρόνο θα πλησίαζε ο πλανήτης Άρης και θα σχηματιζόταν ένα πύρινο τρίγωνο. Οι υπολογισμοί του Κέπλερ ήταν σωστοί και στις 26 Σεπτεμβρίου ο Άρης ήλθε σε σύνοδο με τον Κρόνο και στις 9 Οκτωβρίου με τον Δία σχηματίζοντας ένα πάρα πολύ θεαματικό φωτεινό τρίγωνο, το οποίο ήταν ορατό στο δυτικό ορίζοντα κατά το λυκόφως και έδυε πέντε ώρες μετά από την δύση του Ήλιου. Την επομένη ημέρα, 10 Οκτωβρίου, ο Κέπλερ παρατήρησε την εμφάνιση ενός καινοφανούς αστέρα στον αστερισμό του Οφιούχου, ο οποίος ήταν τόσο φωτεινός όσο και ο πλανήτης Ζευς και ήταν κοντά στους πλανήτες Δία και Άρη. Ο αστέρας αυτός ονομάσθηκε αστέρας του Κέπλερ και σύμφωνα με τα πορίσματα της συγχρόνου αστρονομίας ήταν ένας υπερκαινοφανής και όχι καινοφανής αστέρας.
Εξ αφορμής του σπάνιου αυτού αστρονομικού φαινομένου, ο Κέπλερ συνέλαβε την ιδέα, μήπως κατά την εποχή της γέννησης του Ιησού, συνέβη μία παρόμοια με την προαναφερθείσα σύνοδος σε συνδυασμό με την εμφάνιση ενός υπερκαινοφανούς άστρου. Ο Γερμανός αστρονόμος αφού μελέτησε την υπόθεση αυτή, κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι το έτος 7 π.Χ. ο Ζεύς ήλθε σε σύνοδο με τον Κρόνο τρεις φορές το ίδιο έτος και το επόμενο έτος δημιουργήθηκε ένα πύρινο τρίγωνο με την προσέγγιση στους δύο προαναφερθέντες πλανήτες του Άρη. Ίσως λοιπόν, κατά τον Κέπλερ, ο Χριστός γεννήθηκε ένα ή δύο έτη μετά τη σύνοδο των πλανητών. Επειδή όμως, η τριπλή πλανητική σύνοδος ερχόταν σε αντίθεση με την αναφορά του ευαγγελιστή Ματθαίου περί άστρου, ο Κέπλερ υπέθεσε ότι εμφανίστικε ένας καινοφανής αστέρας, όπως στις 10 Οκτωβρίου του 1604, ο οποίος τελικά, δεν είναι άλλος από το «άστρο» της Βηθλεέμ. Ουσιαστικά, η θεωρία ο Κέπλερ είναι ένας συνδυασμός πλανητικής συνόδου με καινοφανή αστέρα, ο οποίος προανήγγειλε τη γέννηση του Μεσσία. Παρ’ όλα αυτά όμως, έμενε αναπάντητο το πως ένας καινοφανής αστέρας υπέδειξε τη θέση, στην οποία ευρίσκετο ο τεχθείς Ιησούς σύμφωνα με την ευαγγελική διήγηση. Ο Γερμανός αστρονόμος, προκειμένου να λύσει και αυτό το πρόβλημα, υιοθέτησε μία λύση, η οποία συνδυάζει το φυσικό με το μεταφυσικό, δηλαδή υποστήριξε το 1614 στο έργο του «Για τον υπολογισμό περί της ακριβούς γέννησης του Ιησού Χριστού», ότι: «Μεγάλες (τριπλές) σύνοδοι των πλανητών, που γίνονται στα κύρια σημεία του ζωδιακού κύκλου και ιδιαίτερα στα ισημερινά σημεία του Κριού και του Ζυγού, σημαίνουν αλλαγή των πραγμάτων σε διεθνή κλίμακα. Και ένας κομητοειδής αστέρας, που εμφανίζεται κατά τον ίδιο χρόνο με την σύνοδο, προαναγγέλλει την γέννηση βασιλιά... Χάριν αυτών των Μάγων ενεφανίσθη τότε ο νέος αστέρας κατά τον ίδιο χρόνο που εφαίνετο ο Δίας και ο Κρόνος στην ίδια εποχή, δηλαδή τον Ιούνιο του 7 π.Χ., αλλά επίσης και στο αυτό τμήμα του ουρανού με τους πλανήτες. Συνεπώς τί άλλο θα μπορούσαν να συμπεράνουν οι Χαλδαίοι (Μάγοι) από τους κανόνες της αστρολογικής τους τέχνης, παρά το ότι επέκειτο κάποιο γεγονός μεγίστης σημασίας. Δεν αμφιβάλλω, ότι ο Θεός ηθέλησε να τροφοδοτήσει την καλή πίστη των Χαλδαίων... το άστρο των Μάγων δεν ήταν ένας συνηθισμένος κομήτης ή καινοφανής αστέρας, αφού εκινείτο με θαυματουργικό τρόπο στο κατώτερο στρώμα της ατμόσφαιρας». Για τη θεωρία αυτή του Κέπλερ, ο Έλληνας αστρονόμος Δ. Κωτσάκης έγραψε στη μελέτη του για το άστρο της Βηθλεέμ, ότι «Αν όμως αποδεχθούμε την υπόθεση αυτή, τότε δεν υπάρχει τόπος περαιτέρω επιστημονικής διερευνήσεως και ερμηνείας... Το γεγονός ότι διατυπώνονται και άλλου είδους απόψεις και επί αιώνες τώρα μελετάται και διερευνάται το ζήτημα αυτό σοβαρώς, αποδεικνύει ότι υπάρχει δυνατότης και χώρος ελευθέρας συζητήσεως. Και όπως είναι γνωστό, η έρευνα της αληθείας είναι δώρο θεόσδοτο δώρο, που πρέπει να γίνεται με διάθεση πραγματικής αναζητήσεώς της και με αντικειμενικότητα, από τον ελεύθερο άνθρωπο».
Η άποψη αυτή του Κέπλερ έγινε αποδεκτή χωρίς τη μεταφυσική της πλευρά από αρκετούς επιστήμονες, όπως τους Λ. Ίντελερ (1826), Χ. Κρίτσινγκερ (1911), Ο. Γκέρχαρντ (1922), Λ. Λίεμπχαρτ (1954) καιΤζ. και Μ. Σέϋμουρ (1978). Οι τελευταίοι υπεστήριξαν, ότι οι Μάγοι αρχικά εντυπωσιάστηκαν από την τριπλή σύνοδο των πλανητών Δία και Κρόνου το 7 π.Χ. Στη συνέχεια, επεχείρησαν το ταξίδι τους προς τη Βηθλεέμ μετά από το δεύτερο ουράνιο σημείο, αυτό της ανάλαμψης του καινοφανούς το 5 .Χ. στον αστερισμό του Αιγόκερω. Τελικά, έφθασαν στην Ιερουσαλήμ τον Απρίλιο του 4 π.Χ., όταν πλέον φαινόταν καθαρά ο καινοφανής στον αστερισμό του Αετού. Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ Κ. ΧΑΣΑΠΗ Ο Έλληνας αστρονόμος Κωνσταντίνος Χασάπης στο έργο του «Ο αστήρ της Βηθλεέμ», υποστήριξε ότι το λαμπρό «άστρο» της Βηθλεέμ προκλήθηκε όχι από διπλή ή τριπλή σύνοδο πλανητών, αλλά από μία μεγάλη σύνοδο των επτά τότε θεωρουμένων πλανητών, δηλαδή του Ερμή, της Αφροδίτης, του Άρη, του Δία, του Κρόνου, του Ήλιου και της Σελήνης. Σύμφωνα με το γεωκεντρικό αστρονομικό μοντέλο της εποχής εκείνης, οι προαναφερθέντες πλανήτες εκινούντο γύρω από την ακίνητη Γη. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις των αστρολόγων της εν λόγω εποχής, όταν συνέβαιναν σύνοδοι και των επτά προαναφερθέντων πλανητών, τότε πίστευαν ότι κάτι πάρα πολύ σημαντικό θα συνέβαινε. Πράγματι, μία τέτοια σύνοδος συνέβη τον Απρίλιο του έτους 6 π.Χ. και σύμφωνα με τον Έλληνα αστρονόμο, έγινε αντιληπτή από τους Μάγους στην αρχή της, στις 23 Οκτωβρίου του έτους 9 π.Χ. Ο Κ. Χασάπης υπέθεσε ότι οι Μάγοι, πέραν των αστρονομικών τους ενδιαφερόντων, προσπαθούσαν επίσης, μέσω της παρατήρησης των ουρανίων φαινομένων, να προβλέψουν σημαντικά γεγονότα, τα οποία θα συμβούν στο μέλλον. Αυτό το πολύ σημαντικό για τους αστρολόγους φαινόμενο, της μεγάλης πλανητικής συνόδου, οδήγησε τους Μάγους στη Βηθλεέμ. Πιο συγκεκριμένα, η Ελληνίδα αστρονόμος Μ. Παπαθανασίου, υποστηρίζοντας (1975) την ως άνω ερμηνεία, περιγράφει τη θεωρία του δασκάλου της ως εξής: «Εις την Μ. Σύνοδον του έτους 6 π.Χ. ηγετικός πλανήτης ήτο ο Κρόνος, ο οποίος ανέκαθεν εθεωρείτο ως συνδεόμενος με τον χώρο της Ιουδαίας, το δε φαινόμενον έλαβε χώραν εις τον οίκον των Ιχθύων, ο οποίος επίσης συνδέεται με την Ιουδαίαν... Εκείνο το έτος, το 7 π.Χ., έλαβε χώραν και ένα από τα σπανιώτερα αστρονομικά φαινόμενα, τα οποία συμβαίνουν γενικώς και ανεξαρτήτως από τας μεγάλας συνόδους: έγινε τριπλή σύνοδος των πλανητών Διός και Κρόνου... Αλλά μία σύνοδος απλή των πλανητών Διός και Κρόνου προεικόνιζε τότε την γέννησιν μεγάλου ανδρός, ιδία βασιλέως, οπότε η τριπλή σύνοδος Διός και Κρόνου θα εσήμαινε βεβαίως ότι Εκείνος, ο Οποίος θα εγενάτο, θα ήτο πράγματι Θεάνθρωπος, θα ήτο Εκείνος, εις τον οποίον Θείον στοιχείον (Κρόνος) θα είχε συνενωθεί με το ανθρώπινον (Ζευς) δια της τριπλής συνόδου... η τελευταία έξοδος του Διός εκ του οίκου του Κριού εις τας 6 Μαρτίου 5 π.Χ. εσήμαινεν ότι, όπως η συγκέντρωσις των πλανητών εξηρθρούτο τελειωτικώς επί του ουρανού, η Νέα Εποχή ερριζούτο οριστικώς επί της γης ότι ο Άρχων έρχεται εις τον κόσμον, ότι ο Μεσσίας συνελήφθη υπό της Θεοτόκου...» και συνεχίζει κατά τον ίδιο τρόπο, την απόδειξη της εν λόγω ερμηνείας.
Όπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κάποιος, αυτή η όντως πολύ πρωτότυπη εξήγηση του Κ. Χασάπη δεν είναι ούτε αστρονομική, όπως και ο ίδιος άλλωστε παραδέχεται, ούτε θρησκευτική, αλλά αστρολογική και βασίζεται σε υποθέσεις, οι οποίες μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αποκρυφιστικές. Τη θεωρία αυτή απορρίπτει ο αστρονόμος Δ. Κωτσάκης λέγοντας ότι: «Γενικώτερα με τας αστρολογικάς θεωρίας και απόψεις δεν ασχολείται η επιστήμη της αστρονομίας και δεν είναι δυνατόν να παρακολουθήση το σκεπτικόν των αστρολόγων, ούτε φυσικά να αποδεχθή και τας προϋποθέσεις εις τας οποίας ούτοι στηρίζονται». Εκτός από τις προαναφερθείσες ερμηνείες για τη φύση του «άστρου» της Βηθλεέμ, προτάθηκαν και κάποιες άλλες, τις οποίες όμως θα αναφέρουμε επιγραμματικά. Αυτές είναι οι θεωρίες περί μεμονωμένου απλανούς αστέρα, του Βασιλίσκου (Α. Τζερεμίας, 1911) ή του Κάνωπος (Κ. Ντάνιελ, 1967), περί αστρικής γένεσης, περί λαμπρού πλανήτη Κρόνου (Άιβορ Μπάλμερ-Τόμας, 1992) ή Ουρανού (Γ. Μπάνος, 1981) και περί ζωδιακού φωτός (Κ. Φ. ντε Οκέπιο, 1978), οι οποίες όμως παρουσιάζουν σοβαρά μειονεκτήματα και ως εκ τούτου είναι λιγότερο πιθανές ως ερμηνείες του υπό εξέταση φαινομένου. Τέλος, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα προβλήματα, τα οποία έχουν απασχολήσει τον ανθρώπινο νου, έτσι και με το «άστρο» της Βηθλεέμ, γύρω του αναπτύχθηκε μία παραφιλολογία, η οποία θέλει το «άστρο» της Βηθλεέμ να είναι ένα αγνώστου ταυτότητος ιπτάμενο αντικείμενο, δηλαδή ένας ιπτάμενος δίσκος, μία διαβολική επινόηση (Μάρτυρες του Ιεχωβά) κ.α. και η οποία είναι ανάξια σχολιασμού. Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ Ο πρώτος εκκλησιαστικός συγγραφεύς, ο οποίος ασχολήθηκε με το «άστρο» της Βηθλεέμ, ήταν ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος (28; - 113/114 μ.Χ.). Στην προς Εφεσίους επιστολή του γράφει: «Με ποιο τρόπο έκανε φανερή την παρουσία του (ο Μεσσίας); Έλαμψε στον ουρανό ένα άστρο, του οποίου η ανείπωτη λάμψη προξένησε απορία, διότι ήταν μεγαλύτερη από των άλλων αστεριών, τα οποία παρόλο που το περιστοίχησαν, μαζί με τον Ήλιο και την Σελήνη, έλαμπαν λιγότερο από αυτό». Ο επίσκοπος Αντιοχείας και μάρτυρας της χριστιανικής πίστης υποστηρίζει, στην προαναφερθείσα επιστολή του, ότι ήταν ένα φυσικό φαινόμενο, το οποίο όμως, αφήνει να εννοηθεί, ότι η εμφάνισή του ήταν ένα Θεϊκό σχέδιο και όχι αποτέλεσμα φυσικών νόμων.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (344 – 407 μ.Χ.) στην έκτη ομιλία του στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιον, γράφει: «Διότι βεβαίως δεν ήταν αυτό ένα από τα πολλά άστρα, μάλλον δεν ήταν καν άστρο, όπως εγώ τουλάχιστον νομίζω, αλλά κάποια αόρατη δύναμη που πήρε αυτή την μορφή». Στη συνέχεια, αναπτύσσει τέσσερα λογικά επιχείρηματα, με τα οποία υποστηρίζει, ότι δεν επρόκειται περί άστρου, αλλά για μία υπερφυσική δύναμη: «Έδινε την εντύπωση αυτή, (ότι ήταν υπερφυσικό φαινόμενο) πρώτον, από την πορεία του. Διότι δεν υπάρχει, δεν μπορεί να υπάρχει κάποιο άστρο που να ακολουθεί αυτήν την οδό· αλλά κι αν ακόμα αναφέρεις τον Ήλιο ή την Σελήνη, ή όλα τα άστρα, τα βλέπουμε να ακολουθούν πορεία από τα ανατολικά προς τα δυτικά· αυτό όμως κατευθυνόταν από βορρά προς νότο· διότι αυτή είναι η θέση της Παλαιστίνης σε σχέση με την Περσική χώρα. Δεύτερον, αυτό είναι δυνατόν να το αντιληφθεί κανείς και από το χρονικό διάστημα (της εμφάνισής του). Δηλαδή δεν φαινόταν κατά την νύκτα, αλλά μέρα-μεσημέρι, ενώ έλαμπε ο Ήλιος· πράγμα το οποίο δεν είναι χαρακτηριστικό της δύναμης ενός άστρου, αλλά ούτε και της Σελήνης· αυτή λοιπόν που υπερέχει τόσο πολύ απ’ όλα τα άστρα, με την εμφάνιση του ηλιακού φωτός, αμέσως κρύβεται και εξαφανίζεται. Αυτό (το άστρο) δε με την υπερβολική δική του λαμπρότητα ενίκησε ακόμη και τις ηλιακές ακτίνες, αφού αποδείχθηκε λαμπρότερο από εκείνες και έλαμψε πιο έντονα με τόσο φως. Τρίτον, από το γεγονός ότι εμφανιζόταν και κρυβόταν ξανά. Διότι στον δρόμο προς την Παλαιστίνη φαινόταν ότι τους καθοδηγούσε· όταν όμως έφθασαν στα Ιεροσόλυμα, κρύφθηκε· έπειτα πάλι όταν άφησαν τον Ηρώδη, αφού του εξήγησαν τον λόγο για τον οποίον ήρθαν και επρόκειτο να φύγουν, εμφανίστηκε ξανά· γεγονός το οποίο δεν έχει να κάνει με την κίνηση των άστρων, αλλά με κάποια έλλογη δύναμη. Ούτε βεβαίως είχε κάποια ιδιαίτερη πορεία, αλλά όταν έπρεπε να πορευτούν αυτοί τους καθοδηγούσε· όταν έπρεπε να σταματήσουν, στεκόταν, φροντίζοντας πάντα για ό,τι ήταν αναγκαίο· όπως ακριβώς και ο στύλος της νεφέλης που έστηνε και ξεσήκωνε το στρατόπεδο των Ιουδαίων (στην πορεία τους στην έρημο), όταν χρειαζόταν. Τέταρτον, από τον τρόπο που έδειχνε θα μπορούσε να το αντιληφθεί κανείς αυτό ξεκάθαρα. Διότι δεν έδειχνε τον τόπο μένοντας επάνω· ούτε βέβαια ήταν δυνατόν σ’ αυτούς (Μάγους) έτσι να το αντιληφθούν· αλλά το έκανε αυτό κατεβαίνοντας κάτω. Μάθετε λοιπόν ότι τόπο τόσο μικρό και όσον είναι φυσικό να κατέχει μία καλύβα, πολύ περισσότερο δε όσον τόπο είναι φυσικό να κατέχει το σώμα μικρού παιδιού, δεν ήταν δυνατόν και σε άστρο ακόμη να το γνωρίζει. Επειδή βεβαίως ήταν άπειρο το ύψος, δεν μπορούσε έτσι να επισημάνει τόπο στενό και να τον κάνει γνωστό σε όσους ήθελαν να τον δουν. Και αυτό μπορεί κανείς να το αντιληφθεί και από την Σελήνη, η οποία αν και υπερτερεί τόσο από τα άστρα, σ’ όλους που κατοικούν στην οικουμένη, και που είναι διασκορπισμένοι σε τόσο μεγάλο γεωγραφικό πλάτος, σ’ όλους φαίνεται ότι είναι κοντά. Πως λοιπόν το άστρο, πες μου, έδειχνε τόπο τόσο στενό της φάτνης και της καλύβας, εάν δεν κατέβαινε κάτω, αφήνοντας το ύψος εκείνο, και δεν στεκόταν πάνω από το κεφάλι του παιδιού; Αυτό βεβαίως υπονοώντας και ο ευαγγελιστής έλεγε: «ιδού, το άστρο οδήγησε αυτούς, μέχρις ότου ήλθε και στάθηκε πάνω από το σημείο όπου ήταν το παιδί».
Την άποψη αυτή του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, περί υπερβατικότητας δηλαδή του «άστρου» της Βηθλεέμ, υπεστήριξαν ο Καισάριος (; - 365 μ.Χ.), ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (328 – 390 μ.Χ.), συμφώνως προς τον οποίο το «άστρο» ήταν άγγελος, ο επίσκοπος Ταρσού Διόδωρος (330; - 392; μ.Χ.), ο μοναχός Επιφάνιος (1015 μ.Χ.), ο άγιος Νεκτάριος μητροπολίτης Πενταπόλεως (1846 - 1920) κ.ά Επίσης, στο σύνολο σχεδόν των αποκρύφων βιβλίων της Καινής Διαθήκης υποστηρίζεται η ως άνω ερμηνεία. Παράλληλα προς τις προαναφερθείσες απόψεις, υπήρξαν και κάποιες άλλες από το χώρο της χριστιανικής γραμματείας, συμφώνως προς τις οποίες το υπό εξέταση φαινόμενο δεν ήταν υπερφυσικό, αλλά φυσικό, όπως αυτές του Ωριγένη (185 – 254 μ.Χ) και του ιστορικού Ευσεβίου (280; - 340 μ.Χ.), οι οποίοι υποστήριξαν ότι ήταν κομήτης. ΤΟ «ΑΣΤΡΟ» Είναι κοινώς αποδεκτό, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ότι η γέννηση του Μεσσία Χριστού συνοδεύτηκε από ένα ασυνήθιστο φαινόμενο. Το φαινόμενο αυτό απασχόλησε θεολόγους, αστρολόγους, αστρονόμους, ιστορικούς, αρχαιολόγους, από την αρχαιότητα έως σήμερα. Οι απαντήσεις οι οποίες δόθηκαν για το «άστρο» της Βηθλεέμ, θα μπορούσαν να διαιρεθούν σε τρεις κατηγορίες: σε αυτές που το θεωρούν ως ένα αστρονομικό φαινόμενο (φυσικό), σε αυτές που το θεωρούν ως ένα φυσικό φαινόμενο, το οποίο όμως έγινε κατόπιν Θεϊκής επέμβασης (συνδυασμός φυσικού με μεταφυσικό) και σε αυτές που το θεωρούν ως ένα πνευματικό γεγονός (μεταφυσικό).



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις